σμυριδωρυχείο(ν)

σμυριδωρυχείο(ν)
το место добычи, разработка наждака

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σμυριδωρυχείο(ν)" в других словарях:

  • σμυριδωρυχείο — σμυριδωρυχείο, το ορυχείο σμύρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σμυριδωρυχείο — το, Ν ορυχείο σμύριδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμυριδωρύχος. Η λ., στον λόγιο τ. σμυριδωρυχεῖον, μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»